ηπυτα

ηπυτα
    ἠπύτα
    (ῠ) ὅ [вм. *ἠπύτης] громогласный
    

(κῆρυξ Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ηπυτα" в других словарях:

  • ηπύτα — ἠπύτα, ὁ, ἡ (Α) [ηπύω] φρ. α) «ἠπύτα κῆρυξ» μεγαλόφωνος κήρυκας» (Ομ. Ιλ.) β) «ἠπύτα σῡριγξ» οξύφωνος αυλός, Κόιντ …   Dictionary of Greek

  • ἠπύτα — calling masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπύτης — ἠπύτα calling masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπύω — ἠπύω, δωρ. και αρκ. τ. ἀπύω (Α) 1. προσκαλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον («ὅθι ποιμένα ποιμήν ἠπύει», Ομ. Οδ.) 2. επικαλούμαι κάποιον («ἄπυεν Εὐτρίαιναν», Πίνδ.) 3. (για άνεμο) πνέω ηχηρά («οὔτ ἄνεμος τόσσον περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι ἠπύει», Ομ. Ιλ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • νηπύτα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «βοητά κήρυξ μικρόφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἠπύτα «μεγαλόφωνος κήρυκας»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»